έλαιον, λάδι

έλαιον, λάδι
l'oli

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραφινέλαιο — και παραφινόλαδο, το (φαρμ.) αποκαθαρισμένο μίγμα κορεσμένων υγρών υδρογονανθράκων τού πετρελαίου που κυκλοφορεί σε δύο μορφές, την λεπτόρρευστη και την παχύρρευστη, και έχει, και στις δύο μορφές του, υπακτική δράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραφίνη +… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… …   Dictionary of Greek

  • καρυδέλαιο — και καρυέλαιο και καρυδόλαδο, το λάδι που εξάγεται από τη ψίχα τών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + έλαιον (< έλαιον), πρβλ. δαφν έλαιον, λυχν έλαιον] …   Dictionary of Greek

  • κηρέλαιον — κηρέλαιον, τὸ (Α) αλοιφή από κερί και λάδι («τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἰατρῶν κηρέλαιον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + έλαιον (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλ έλαιον, σησαμ έλαιον] …   Dictionary of Greek

  • κεδρέλαιο — το (Α κεδρέλαιον) νεοελλ. ονομασία αιθέριου ελαίου που λαμβάνεται με απόσταξη από το πριονίδι, το ροκανίδι ή το λειοτριβημένο ξύλο ορισμένων ειδών γιουνίπερου αρχ. λάδι που εξαγόταν, κατά τον Αέτιο, από τη ρητίνη τού κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος… …   Dictionary of Greek

  • αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… …   Dictionary of Greek

  • σαβίνον — τὸ, Α φρ. «σαβῑνον ἔλαιον» α) λάδι από υπερώριμες ελιές β) παλιό λάδι …   Dictionary of Greek

  • υδρέλαιον — τὸ, ΜΑ νερό αναμεμιγμένο με λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ἔλαιον (πρβλ. αμυγδαλ έλαιον)] …   Dictionary of Greek

  • άλειφος — ἄλειφος, το (Α) αμάρτυρος τύπος, ο οποίος εικάζεται από το μυκηναϊκό επίθ. we a re pe ή we ja re pe, που προσδιορίζει τη λ. ἔλαιον. Το ά συνθ. τού επιθ. είναι άγνωστης προελεύσεως, ενώ ως β συνθ. μπορεί να θεωρηθεί ο τ. ἀλειφές, που προϋποθέτει… …   Dictionary of Greek

  • γαρέλαιον — γαρέλαιον, το (Α) αλοιφή φτιαγμένη από γάρο και λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάρος + έλαιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”